Vintage Story: Όταν ο Γιώργος Φούντας θα γινόταν ο επόμενος James Βond μετά τον Sean Connery - Γιατί δεν πήρε τον ρόλο;

«Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι». Η αρρενωπή ψηλόλιγνη φιγούρα του Γιώργου Φούντα στην τελευταία συγκλονιστική σκηνή της «Στέλλας» του Μιχάλη Κακογιάννη, λίγο πριν μαχαιρώσει την ατίθαση Στέλλα-Μελίνα Μερκούρη, είναι από εκείνες που έχουν γραφτεί ανεξίτηλα στο συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων θεατών.

Ο Φούντας, από τους τελευταίους άνδρες με άλφα κεφαλαίο του ελληνικού σινεμά, όπως έχουν δηλώσει ομόφυλοι συνάδελφοί του, ο γνήσιος ενσαρκωτής της λαϊκότητας και της ανδρικής ντομπροσύνης στη μεγάλη οθόνη αλλά και στη ζωή, έσβησε σαν σήμερα σε μια κλινική της Γλυφάδας, πριν από πέντε χρόνια.

Ηταν 86 ετών. Τα τελευταία χρόνια ταλαιπωρούνταν από την ασθένεια του Αλτσχάιμερ.

 

Δεν θα τον θυμόμαστε μόνο ως τον δωρικό λεβέντη που ανέδειξε κυρίως το σινεμά. Αλλά και ως τον καλοστεκούμενο ηλικιωμένο κύριο με το χαμόγελο και την τραγιάσκα, που είχε πάντα στο πλευρό του το μοναδικό έρωτα της ζωής του, τη χορεύτρια Χρυσούλα Ζώκα.

 

Ο Γιώργος Φούντας γεννήθηκε το 1924 στο Μαυρολιθάρι Παρνασσίδας. Μικρός δούλευε στο γαλατάδικο του πατέρα του, στην πλατεία Ψυρρή, και εκτελούσε παραγγελίες πελατών με το ποδηλατάκι του από την Αθήνα μέχρι το Κορωπί. Τελικά όμως το «μικρόβιο» του θεάτρου θα τον οδηγήσει στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου θα φοιτήσει με δάσκαλο τον Αιμίλιο Βεάκη. Ναι μεν θα πρωτοεμφανιστεί στη σκηνή το 1949 και θα συνεργαστεί με τους κορυφαίους θιάσους της εποχής -του Μουσούρη και της Κατερίνας-, όμως το σινεμά τον ανέδειξε σε λαϊκό ίνδαλμα.

Στη μεγάλη οθόνη πρωτοεμφανίστηκε το 1951, με την ταινία «Νεκρή Πολιτεία», του Φρίξου Ηλιάδη. Εκεί η Ελένη Βλάχου προβλέπει: «Θα τον ξαναδούμε αυτόν τον νεαρό». Επιβεβαιώνεται. Τον ξαναείδε σύντομα το κοινό στο «Πικρό ψωμί» του Γρ. Γρηγορίου και στη «Μαύρη γη» του Στέλιου Τατασόπουλου.

Ομως η χρονιά του είναι το 1954, όπου πρωταγωνιστεί σε 4 ταινίες, μεταξύ αυτών η «Μαγική πόλη» του Νίκου Κούνδουρου, που τον αναδεικνύει σε κορυφαίο εκπρόσωπο του ελληνικού νεορεαλισμού. Την ίδια χρονιά ο Μιχάλης Κακογιάννης τον καλεί στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη. «Οταν τους είδα μαζί, ήξερα πως θα ζωντάνευε ιδανικά τον Μίλτο, το θηρίο που της έπρεπε στην κορμοστασιά, τη λεβεντιά και το μαχαίρι», έχει πει ο σκηνοθέτης. Η Μελίνα στην αυτοβιογραφία της δηλώνει «εντυπωσιασμένη» από το «παίξιμο του συμπρωταγωνιστή της», που ήταν «καλύτερο από το δικό μου». Η «Στέλλα» θα γυριστεί μία χρονιά μετά.

Το 1954 είναι η χρονιά του Φούντα και για ακόμη έναν λόγο. Σε μια παράσταση βλέπει για πρώτη φορά τη χορεύτρια Χρυσούλα Ζώκα, που είναι γνωστό ντουέτο με τον Μανώλη Καστρινό. «Αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου», είχε εξομολογηθεί από την πρώτη στιγμή σε φίλο του. Η ζωή τον επαληθεύει. Από τότε έως χθες ήταν διαρκώς ο ένας στο πλευρό του άλλου. Καρπός της σχέσης τους, το μοναχοπαίδι τους, ο Πάνος.

Η συνεργασία του με τον Κακογιάννη θα συνεχιστεί στο «Κορίτσι με τα μαύρα» (1956), ενώ συναντιέται καλλιτεχνικά και με τον Ντασσέν στο «Ποτέ την Κυριακή» το 1960, για ακόμα ένα θρυλικό ερωτικό ζευγάρι με τη Μελίνα Μερκούρη, την καλοκάγαθη Πειραιώτισσα πόρνη. Το 1963 θα μετάσχει με το ρόλο του σκληρού νταβατζή στα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη. Είχε την τύχη να συνεργαστεί και με τον Ελία Καζάν, σε ένα ρολάκι στο αξεπέραστο «Αμέρικα Αμέρικα». Σημαντική ταινία, με διεθνή απήχηση, ήταν το 1964 ο «Αλέξης Ζορμπάς» του Κακογιάννη.

Το 1966 έρχεται η πρώτη ηθική ανταμοιβή, καθώς βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο ανδρικού ρόλου του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για την ερμηνεία του στο «Με τη λάμψη στα μάτια» του Π. Γλυκοφρύδη. Την επόμενη χρονιά βραβεύεται πάλι για το φιλμ «Πυρετός στην Ασφαλτο» του Ντ. Δημόπουλου.

Το «Ποτέ την Κυριακή» ήταν πάντως η ταινία που του έδωσε το «διαβατήριο» για να γίνει διεθνής σταρ. Μία από τις προτάσεις του εξωτερικού προήλθε από τον Μπίλι Γουάιλντερ. Ο Φούντας αρνείται, προφασιζόμενος ότι δεν μπαίνει σε αεροπλάνο.

Λίγοι γνωρίζουν ότι παραλίγο να ήταν ο επόμενος, μετά τον Σον Κόνερι, Τζέιμς Μποντ. Οι παραγωγοί τού 007, αναζητώντας σε όλο τον κόσμο τον αρρενωπό διάδοχο του Κόνερι, οδηγούνται και στον Ελληνα ηθοποιό. Ο Φίνος τον πείθει να μπει σε αεροπλάνο. Από τα δοκιμαστικά δεκάδων ηθοποιών τελικά επικρατούν δύο υποψήφιοι: ο Φούντας και ο Τζορτζ Λάζενμπι. Επειδή ο Ελληνας ηθοποιός δεν θα προλάβαινε να μάθει να μιλά με ευχέρεια τα αγγλικά, χάνει το ρόλο.

Από το σινεμά, που ήταν η μεγάλη αγάπη του, απέχει την περίοδο της χούντας. Επανέρχεται στη... σκηνή με τη Μεταπολίτευση, κυρίως μέσω της τηλεόρασης, πρωταγωνιστώντας σε ποιοτικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων: «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη το '75, «Γαλήνη» του Βενέζη το '76 κ.ά. Εκτοτε σιγά σιγά αποσύρεται ολοσχερώς.

Ανθρωπος χαμηλών τόνων, μετριόφρων, σεμνός, ο Φούντας, που πρωταγωνίστησε σε 50 ταινίες, συνήθιζε να λέει με ταπεινότητα: «Κάνω μια δουλειά σαν όλες τις άλλες». Και το εννοούσε.

* Το άρθρο δημοσιεύεται με αφορμή την επέτειο από τον θάνατο του Γιώργου Φούντα - 28/11/2010

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr και του madeingreece.news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ