Top woman η Ελένη Κεχρή και βασίλισσα της ρετσίνας : 9 ετικέτες ελληνικού κρασιού, 2 λικέρ, 1 εκατομμύριο φιάλες !

Η πολυταξιδεμένη και ταλαντούχος Θεσσαλονικιά οινολόγος δίνει νέα πνοή στο επί δεκαετίες παραγνωρισμένο «εθνικό κρασί» μας.

Σάββατο μεσημέρι, η Θεσσαλονίκη απολαμβάνει μια υπέροχη λιακάδα. Η πλατεία Αριστοτέλους είναι γεμάτη κόσμο. Βρίσκουμε τραπέζι στο «Αγιολί»: ωραίος χώρος, ιδιαίτερος και προσεγμένος. Παραγγέλνουμε λευκό κρασί - όχι, ο κατάλογος δεν περιλαμβάνει ετικέτες του δικού τους, οικογενειακού οινοποιείου.



Η Ελένη Κεχρή μιλά στο oinoxoos.gr kai είναι ευδιάθετη και χειμαρρώδης, ιδιαίτερα όταν η κουβέντα έρχεται στο Ασύρτικο, την ποικιλία με την οποία δηλώνει «αθεράπευτα ερωτευμένη», και στη Ρετσίνα. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η οικογένειά της είναι από τους ελάχιστους εναπομείναντες «φρουρούς» αυτού του, εδώ και δεκαετίες παραγνωρισμένου, κρασιού, ανεβάζοντάς το σε άλλα... ύψη. Και ποιοτικά, και εμπορικά. Οι σαλάτες μας σερβίρονται, τα ποτήρια μας γεμίζουν ξανά και το κασετόφωνο αρχίζει να γράφει...
 
Αλήθεια, πότε ξεκίνησε η ενασχόληση των Κεχρήδων με το κρασί;

Πριν από έναν αιώνα. Ηταν 1911 όταν ο προπάππος μου, Ευάγγελος, επέστρεψε από τη Βοστώνη -όπου είχε φύγει μετανάστης και διατηρούσε εστιατόριο-, φέρνοντας μαζί του γυάλινα μπουκάλια για να εμφιαλώσει κρασί. Οι συνθήκες, όμως, τελικά δεν το επέτρεψαν. Το 1939, ο παππούς μου ο Δημήτρης, μαζί με τα τρία αδέλφια του, έφυγαν από την Εύβοια και μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, όπου άνοιξαν το δικό τους εστιατόριο, τον «Κόκκορα», στην παλιά πόλη, κάτω από τα Κάστρα. Έφτιαχναν και κρασί για τους πελάτες τους, φέρνοντας μούστο: Σαββατιανό από την Κάρυστο και Ασύρτικο από τη Σαντορίνη. Σιγά-σιγά, όμως, η ζήτηση για το κρασί τους μεγάλωσε και άρχισαν να το πωλούν και εκτός εστιατορίου. Έτσι, το 1954 φτιάχτηκε το πρώτο οινοποιείο στο Καλοχώρι και ένα πρατήριο. Το 1984, στα προϊόντα προστέθηκαν τα παραδοσιακά λικέρ Δωρική, ενώ την επιχείρηση ανέλαβε ο πατέρας μου, ο μεγαλύτερος από τα δέκα πρώτα ξαδέλφια, αφού προηγουμένως σπούδασε χημικός στη Θεσσαλονίκη και αργότερα Οινολογία στην Ντιζόν της Γαλλίας.
 


Από το οινοποιείο στο Καλοχώρι.
 
Κι εσύ μπήκες από μικρή στα... βάσανα;

Από παιδί ακολουθούσα τους μεγάλους το καλοκαίρι στα αμπέλια για τον τρύγο, το φθινόπωρο και το χειμώνα στο οινοποιείο· θυμάμαι να σταματάω το παιχνίδι και να πλένω καρύδια ή κράνα σε μεγάλες γούρνες για την παραγωγή των λικέρ. Ή να συμμετέχω στην εμφιάλωση.
 
Λίγο καταπιεστικό μου ακούγεται αυτό για ένα παιδί...

Οχι, κάθε άλλο. Δεν καταπιεζόμουν. Δεν το έβλεπα ως καταναγκαστική εργασία ή βάρος. με ενέπνεε η αγάπη των γονιών μου γι’ αυτό που με τόση αφοσίωση έκαναν. Γι’ αυτό και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ποτέ δεν σκέφτηκα να ασχοληθώ με κάτι άλλο.
 
Έτσι, αποφάσισες να ακολουθήσεις τα βήματα του πατέρα σου και στη Γαλλία;

Ναι, έχοντας πάρει το πτυχίο του χημικού μηχανικού από το Αριστοτέλειο, έφυγα για το μπορντό. Είχα ήδη ένα τεχνικό υπόβαθρο, αλλά ήθελα να προχωρήσω περισσότερο. Εκεί πήρα δίπλωμα οινολόγου και έκανα μεταπτυχιακό στο Δίκαιο, την Οικονομία και τη Διαχείριση του Αμπελοοινικού Κλάδου.
 
Τι θαυμάζεις στους Γάλλους σε ό,τι αφορά το κρασί;

Τη βαθιά οινική κουλτούρα τους. Το ότι δεν κάνουν μόνο μεγάλα κρασιά, αλλά πιστεύουν και επενδύουν στο κρασί και στους ανθρώπους του. Για τους Γάλλους, terroir είναι το αμπέλι, το έδαφος, το κλίμα και ο άνθρωπος. Εμείς εδώ ξεχνάμε πόσο σημαντικός είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να έχουμε γρήγορα αποτελέσματα σε οτιδήποτε καταπιαστούμε. Αν κάτι δεν αποδώσει σύντομα, το εγκαταλείπουμε. Όμως, στο κρασί αυτή η προσέγγιση είναι καταστροφική. Ο οινοποιός δεν πρέπει να λειτουργεί σαν επιχειρηματίας.
 

 
Αλλά πώς; Ποιο θα πρέπει να είναι το κίνητρο για να ασχοληθεί κάποιος με αυτό το επάγγελμα, αν όχι το οικονομικό;

Δεν υποβαθμίζω τον οικονομικό παράγοντα. Κάθε άλλο. Είναι ένα επάγγελμα που, αν το αγαπήσεις, θα σου αποδώσει, θα ζήσεις αξιοπρεπώς. Επιπλέον, θα σου προσφέρει και πολλές χαρές. Κάθε μέρα με το κρασί είναι διαφορετική, γεμάτη εκπλήξεις. Είναι κάτι ζωντανό, που εξελίσσεται μαζί σου. Και ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι το γνωρίζεις απόλυτα. Όμως, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος πως ποτέ δεν θα σε κάνει πλούσιο. Είναι αυτό που λένε, ως ανέκδοτο, στη Γαλλία: ο μόνος τρόπος να γίνεις εκατομμυριούχος από το κρασί είναι να ήσουν προηγουμένως δισεκατομμυριούχος. (γέλια)
 
Από τον πατέρα σου τι έχεις διδαχτεί;

Ότι όλα τα πράγματα γίνονται με πολλή δουλειά και κάθε βήμα χρειάζεται υπομονή και πίστη. Γι’ αυτό, ακόμη και σήμερα, μεσούσης της κρίσης, εμείς δεν κλονιζόμαστε. Και δεν εννοώ μόνο οικονομικά -αφού, ευτυχώς, οι πωλήσεις μας δεν έχουν σημειώσει πτώση-, αλλά και ψυχολογικά. Αισθανόμαστε δυνατοί και αισιόδοξοι ότι θα τα καταφέρουμε.
 


Η εταιρεία Κεχρή καλλιεργεί 60 στρέμματα ιδιόκτητων αμπελώνων και 450 συνεργαζομένων. Παράγει εννέα ετικέτες οίνου (ανάμεσά τους τρεις Ρετσίνες) και δύο λικέρ - ετησίως περίπου 1 εκατομμύριο φιάλες.
 
Ποια ήταν η πρώτη μεγάλη χαρά που πήρες μπαίνοντας ενεργά, μετά τις σπουδές σου, στην παραγωγή;

Όταν φτιάξαμε το Δάκρυ του Πεύκου, το 2006. Θυμάμαι έντονα την ημέρα που οδηγηθήκαμε στο τελικό χαρμάνι, έπειτα από πολλούς πειραματισμούς. «Θα πάρουμε μεγάλο χρυσό βραβείο», είπα στον πατέρα μου και στον συνεργάτη μας Νίκο Κωνσταντινίδη. Εκείνοι γελούσαν. Και όμως, το πήραμε!
 
Είναι δύσκολη απόφαση για έναν οινοποιό να επενδύσει σε ένα κρασί τόσο παρεξηγημένο όπως η Ρετσίνα;

Πολύ δύσκολη. Αλλά, στη δική μας περίπτωση, την απόφαση την πήρε πολλά χρόνια πριν ο πατέρας μου, σε μια εποχή μάλιστα όπου όλοι οι άλλοι ήθελαν να απαλλαγούν από τη «ρετσινιά».
 
Εσύ πώς αντιμετωπίζεις τη Ρετσίνα;

Την αγαπώ και την πιστεύω. Και επιμένω πως δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από την ιστορία μας. Η Ρετσίνα είναι εθνικός πλούτος, έχει δυνατότητες, θα μπορούσε να βγάλει ασπροπρόσωπο ολόκληρο τον ελληνικό αμπελώνα. Ξέρω ότι πολλοί τη θεωρούν ακόμα μπανάλ - όχι πάντα άδικα. Ομως, ως προϊόν, ποτέ δεν ήταν κακό από τη φύση του. Απλώς κάποιοι έφτιαχναν άθλιο κρασί και προσπαθούσαν να καλύψουν τις ατέλειές του με πολύ ρετσίνι. Αυτό είναι ό,τι χειρότερο. Αν δουλέψεις όμως αντίστροφα, αν δηλαδή φτιάξεις ένα καλό κρασί και στο «φόντο» τού προσθέσεις πολύ καλής ποιότητας ρετσίνι, ζυμωμένο στις θερμοκρασίες που πρέπει, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Αυτή είναι η μαγεία της οινοποίησης.
 


Γυναικοκρατία! Από αριστερά: η Ζωή, η Ελένη, η Μαρία και δίπλα στον Στέλιο Κεχρή, η σύζυγός του, Κωνσταντίνα.
 
Πάντως, η υποδοχή της δικής σας Ρετσίνας ήταν ιδιαίτερα θερμή.
Είναι αλήθεια. Υπάρχει αναγνώριση, όχι μόνο από τους οινογνώστες, αλλά και από τους καταναλωτές. Και το πιο συγκινητικό είναι όταν μας τηλεφωνούν Έλληνες από κάθε γωνιά του πλανήτη για να μάθουν πού θα βρουν το Δάκρυ του Πεύκου ή το Κεχριμπάρι.
 
Οι άλλες δύο αδελφές σου τι ρόλο έχουν στην επιχείρηση;

Η Ζωή, η μικρή, με σπουδές στα Οικονομικά, έχει αναλάβει το λογιστήριο, μαζί με τη μητέρα μας. Η μεσαία, η μαρία, είναι παντρεμένη με Ελληνα διπλωμάτη στον ΟΗΕ και ζει στη Νέα Υόρκη. Από εκεί όμως χειρίζεται όλα τα θέματα της εμφάνισης των προϊόντων μας. Σχεδιάζει τις ετικέτες, τις καταχωρίσεις, το site μας. Και επειδή όλα στο οινοποιείο μας είναι οικογενειακή υπόθεση, το πώς εξελισσόμαστε και ωριμάζουμε εμείς οι ίδιοι φαίνεται στα κρασιά μας: όχι μόνο οινοποιητικά, αλλά και στις ετικέτες μας. Είναι σαν οικογενειακό άλμπουμ!
 
Στο μέτωπο των εξαγωγών πώς τα πάτε;
Εξάγουμε το 25% της παραγωγής μας σε Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, ΗΠΑ, Καναδά. Και στη Γερμανία, βέβαια, αλλά εκεί τα πράγματα έχουν γίνει πολύ δύσκολα. Και το παράδοξο είναι πως οι Ελληνες ομογενείς είναι σήμερα οι πιο αυστηροί κριτές μας. «μας έχετε κάνει να απολογούμαστε για σας. Κινδυνεύουμε κι εμείς εξαιτίας σας», λένε.
 


Δεξαμενές στο οινοποιείο Κεχρή στο Καλοχώρι.
 
Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια;

Όχι πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι σήμερα. Όσον αφορά τη δουλειά μου, αλλά και την προσωπική μου ζωή, είμαι ισορροπημένη και ευτυχισμένη. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που θα ήθελα να αλλάξω. Είμαι κοντά σε αυτό που ονειρευόμουν. Κι αν έρθει ένα παιδί, ακόμη καλύτερα.
 
Δεν προσδοκάς να μεγαλώσει κι άλλο η εταιρεία σας;

Αν σου πω όχι, θα με πιστέψεις; Δεν ονειρεύομαι αχανή γραφεία ούτε ένα δάσος δεξαμενών ή να έχουμε ο καθένας από δύο γραμματείς. Ξένο μου φαντάζει κάτι τέτοιο. Θέλω να παραμείνει η επιχείρηση σε ένα επίπεδο όπου θα μπορούμε να την ελέγχουμε απόλυτα, όπως τώρα, και να έχει το προσωπικό μας στίγμα. Και στην επόμενη γενιά Κεχρή ελπίζω να μεταλαμπαδεύσουμε τη γνώση μας, να κληροδοτήσουμε τη φλόγα της δημιουργίας, όχι στάχτες...
 
 Το οινοποιείο Κεχρή βρίσκεται στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, τηλ. 2310-751.283, www.kechri.gr

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ