Αρκαδία: Στο όρος Μαίναλο οι αρχαίοι θρύλοι ζωντανεύουν με φόντο το πυκνό αρκαδικό ελατόδασος

Εδώ τα δέντρα θροΐζουν τη μελωδία της ευδαιμονίας. Τα πεύκα, οι βελανιδιές, τα έλατα, ευωδιάζουν πάντα θεία χάρη. Το θαλερό δέντρο είναι έκφραση ζωής. Αφιερώματα σε θεούς, κατοικητήρια των Δρυάδων, στρωμνές ημίθεων, σεμνώματα της φύσης εν τέλει για τους ανθρώπους. 

Εδώ, στην Αρκαδία, άρχισε να λατρεύεται ο Πάνας, ο θεός των δασών, η προσωποποίηση της φύσης, της τάξης της και της δύναμής της. Ο τραγοπόδαρος θεός κυνήγησε στα δάση του Μαινάλου τις νύμφες Σύριγγα και Πίτυ. Η δεύτερη μεταμορφώθηκε σε πεύκο και η πρώτη σε καλαμιά. Από αυτήν πήρε ο Πάνας επτά καλάμια και έφτιαξε την περίφημη σύριγγα, το πανφλάουτο. Από αυτήν κόβουν οι ποιμένες καλάμια και φτιάχνουν τις φλογέρες τους. Ενα αρχέγονο και πρωτογενές φυσικό υλικό, με ελαφρές ανθρώπινες επεμβάσεις, σαν την ίδια την ατμόσφαιρα των δασών. 

Η ηρεμία και η σιωπή - έως τα όρια της μελαγχολίας - που αποπνέουν στρέφουν τον νου προς τα μέσα, έτσι που η περιπλάνηση μέσα στα δάση να εξελίσσεται σε ενδοσκόπηση ως τις καταβολές της ύπαρξης και την αυτογνωσία.

«Κι εγώ στην Αρκαδία ανήκω» τραγουδά μαζί με μια πλειάδα ποιητών ο Σίλερ. 

Ο φίλος του ο Γκαίτε, παλαιότερα ο Βιργίλιος, ο ζωγράφος Νικολά Πουσέν, είδαν έναν τόπο τερπνό και ένα πνευματικό τοπίο όπου ανθίζει η ευδαιμονία, δίπλα στους θεούς, στην αρχέγονη φύση, στους μύθους καταγωγής και την απλή και απέριττη ζωή των ποιμένων. Στο «Χαγιάτι», στην πύλη του Μαινάλου, τον Καρδαρά, ο Γιώργος ρίχνει φλούδες ελάτου στο τζάκι για να κάνει κάρβουνα και να ψήσει πάνω τους τα τόσο αγαπημένα στο εγχώριο τραπέζι κρέατα. Στο αρχέγονο φαγητό - ψητό κρέας στα κάρβουνα - περνά το πιο χαρακτηριστικό άρωμα του Μαινάλου, το ρετσίνι, που έχει ποτίσει τη φλούδα του ελάτου. Στο μεταξύ, η Κανέλλα φέρνει στο τραπέζι παστό με αβγά και πηχτή, μερικά από τα εφόδια που εξασφάλιζαν στα σπίτια τα χοιροσφάγια, μια επίσης αρχαία συνήθεια. Λέει ότι δεν έχουν γαλακτομπούρεκο γιατί αυτή την εποχή τα κοπάδια δεν έχουν γεννήσει και δεν παράγουν γάλα. Εχουν όμως γλυκά του κουταλιού, κεράσι, βύσσινο, σταφύλι, που έκαναν όταν αυτά τα φρούτα ήταν στην εποχή τους. Είναι σπουδαίος δείκτης αυθεντικότητας - και πολυτέλειας με τη σύγχρονη πλέον έννοιά της - να υπάρχουν στον κατάλογο εστιατορίου φαγητά που σερβίρονται μόνο όταν είναι η εποχή τους. Και εδώ θα σου σερβίρουν λαγωτό με σκορδαλιά αν είναι ανοιχτό το κυνήγι και έχουν πιάσει λαγό.

Το γεύμα στο «Χαγιάτι» ήταν το κλείσιμο ενός μεγάλου κύκλου του Μαινάλου, που άνοιξε πάλι από εδώ, από τον Καρδαρά, και το κατάλυμα που μας φιλοξενούσε, το Nefeles Mainalon Resort (www.nefelesmainalon.gr). Ο Στέφανος και η Λώρα δημιούργησαν την ατμόσφαιρα του σπιτικού μας και ακόμη πιο ζεστή. Οι ευρύχωρες σουίτες μοιάζουν ελατοσκέπαστες, όπως και η απέναντι πλαγιά. Ανοίγεις τις κουρτίνες της μεγάλης πόρτας και εισβάλλει το ελατόδασος, κόβοντάς σου, σχεδόν, την ανάσα. Το ακολουθείς μαγεμένος παίρνοντας τον δρόμο που πάει για το χιονοδρομικό κέντρο. Ολα γύρω σου αδημονούν περιμένοντας την έλευση του χιονιού που σε λίγο θα τα σκεπάσει με ένα πέπλο αθωότητας.

Μας οδηγεί ο Χρήστος Μαραγκός (τηλ. 6981 027 103), οδηγός στα αρκαδικά μονοπάτια και μελισσοκόμος. Μας λέει τόσα θαυμαστά μυστικά για την κοινωνία των μελισσών και για τις εμπνεύσεις του μεγάλου Σταγειρίτη, του Αριστοτέλη, από αυτήν. Η βασίλισσα δεν είναι τελικά ο απόλυτος μονάρχης της κυψέλης, αλλά ελέγχεται από τη φρουρά της, και οι κηφήνες δεν είναι εκ φύσεως τεμπέληδες αλλά οι εργάτριες τους κακομαθαίνουν ταΐζοντάς τους στο στόμα για να τους έχουν απόλυτα εξαρτημένους από αυτές. Και λίγο αργότερα, στον αρχαίο Ορχομενό, λίγο πιο πέρα από την πηγή, στην άκρη του κάμπου του Λεβιδίου, είχαμε την εμπειρία να δούμε από πολύ κοντά ένα «πουλί», ένα μελίσσι που είχε καταφύγει και είχε κάνει σπίτι του τον κούφιο κορμό ενός δέντρου και οι μέλισσες μπαινόβγαιναν από τις τρεις εισόδους του. Πολύ δύσκολο εγχείρημα για τους δύο αρχάριους μελισσοκόμους να το βάλουν πάλι μέσα σε μια κυψέλη.

Μετά τις εγκαταστάσεις του χιονοδρομικού κέντρου και τις μικρές βόλτες στο ωραίο ορεινό λιβάδι, οι εικόνες της Βυτίνας κάτω αρχίζουν να εμφανίζονται πάνω στο «χαλί» με τα φθινοπωρινά χρώματα. Τα πορτοκαλιά έως και χρυσά νεκρά φύλλα είναι τελικά η πιο ζωντανή νότα του τοπίου αυτή την εποχή. Δεν νομίζουμε να υπάρχει πουθενά αλλού πιο φωτεινό κίτρινο δέντρο από αυτό που είδαμε στην πλατεία του Λεβιδίου, την πολιτεία με τα αρχοντικά σπίτια. «Γιατί το φωτογραφίζετε;» μας ρώτησε ο ηλικιωμένος κύριος που μας παρακολουθούσε. «Γιατί είναι το πιο ωραίο δέντρο που έχουμε δει» του απαντήσαμε. «Εγώ το φύτεψα» μας ανταπάντησε. «Είμαι ο πρώην δήμαρχος, Ιωάννης Πραγκαστής».

Στο οροπέδιο του Λεβιδίου, στα αρχαία πεδία του Ορχομενού και της Μαντινείας, με τα κρυμμένα θέατρα, οι μακρόσυρτες δεντροστοιχίες εκατέρωθεν του αυτοκινητόδρομου, της αρχαίας Αγχισίας Οδού, μετά το χωριό Αρτεμίσιο, είναι από τις πιο εντυπωσιακές εικόνες του κύκλου του Μαινάλου. Από εδώ το βουνό αρχίζει την πορεία προς την κορυφή του από την άκρη του κάμπου, πάνω από το Λεβίδι. Επάνω του προβάλλονται και η πιο ιδιόρρυθμη, ιδιαιτέρως αρχαιότροπη, εκκλησιά της Αγίας Φωτεινής, λίγο μετά τα αμπέλια του Μοσχοφίλερου, απέναντι από τον αρχαιολογικό χώρο της Μαντινείας. Και εδώ τα νεκρά φύλλα, οι πινελιές του φθινοπώρου, και παντού, ως τον Κάψια με τα ωραία σπήλαια, και σε όλον τον υπόλοιπο δρόμο της επιστροφής στον Καρδαρά, όπου κλείνει ο κύκλος της ευδαίμονος Αρκαδίας.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ