Ενδιαφέρον άρθρο του Κ Μελά: Γερμανία - Ρωσία: Μια σχέση πολύπαθη σε νέα φάση

Οι σχέσεις Βερολίνου-Μόσχας αποτελούν πρώτιστο μέλημα της γερμανικής διπλωματίας.

Οι λόγοι είναι γεωπολιτικοί και γεωοικονομικοί. Η Ανατολική Ευρώπη είναι ο χώρος, με την πορεία του οποίου η Γερμανία έχει συνδέσει εδώ και δέκα αιώνες την ιστορική της ύπαρξη.

Στο χώρο αυτό δοκιμάστηκαν όλες οι γεωπολιτικές θεωρίες περί ζωτικού χώρου που εκπονήθηκαν από τους Γερμανούς διαμορφωτές στρατηγικής.

Γράφει ο Κώστας Μελάς στο slpress.gr

Για την Γερμανία, εξ’ άλλου, οι γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές αναγκαιότητες, αλλά και η μελέτη της Ιστορίας, μαρτυρούν ότι τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα της υπαγορεύουν να διατηρεί σχέση καλής συνεργασίας με την Ρωσία. Με αυτήν την πυξίδα πορευθέντες, ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσίας, ο πρώτος Καγκελάριος της ενοποιημένης Γερμανίας Όθων φον Βίσμαρκ, οι Καγκελάριοι Βίλλυ Μπραντ και Χέλμουτ Σμίτ, αλλά και ο πρώτος Καγκελάριος της επανενωθείσης Γερμανίας Χέλμουτ Κόλ επέτυχαν σημαντικά αποτελέσματα.

Οσάκις εγκαταλείφθηκε η πορεία αυτή, η Δύναμη στο μέσον της Ευρώπης γνώρισε μεν πρόσκαιρους ρωμαϊκούς θριάμβους, αλλά υπέστη τελικώς μεγάλα δεινά. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επήλθε βαθύ ρήγμα ανάμεσα στην Ομοσπονδιακή Γερμανία και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου διακρίνουμε τις ακόλουθες περιόδους της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής:

Η πρώτη αφορά στην περίοδο 1945-1955. Η εξωτερική πολιτική του νέου κράτους ήταν έτσι απολύτως ετεροκαθοριζόμενη μέχρι το 1955, χρονιά που απέκτησε με τις δυτικές συμφωνίες την ανεξαρτησία της (Westvertrage).

Η δεύτερη ταυτίστηκε με την εξωτερική πολιτική του καγκελάριου Αντενάουερ (1949-1963), και καλύπτει την περίοδο 1955-1969. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε προσκόλληση στη Δύση. Η στρατηγική του Αντενάουερ (Westintegration) για ένταξη της χώρας στους διάφορους δυτικούς οργανισμούς και στις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία ακολουθήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε εθνοκεντρικό χαρακτήρα.

Η τρίτη ταυτίζεται με την περίοδο της Ostpolitik των καγκελαρίων Μπραντ και Σμιτ (1969-1980 περίπου). Η εξωτερική πολιτική του Μπραντ από το 1969 και μετά βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αντιλήψεις της Westintegration, καθώς εδραζόταν στην πεποίθηση ότι μια νέα πραγματικότητα είχε διαμορφωθεί τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ευρώπη και δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί. Αναφορικά με την Ανατολική Γερμανία, η πραγματικότητα αυτή αφορούσε στην ύπαρξη δύο κρατών στα εδάφη της Γερμανίας. Το βραχυπρόθεσμο όφελος της πολιτικής αυτής ήταν η οικονομική διείσδυση της Γερμανίας στον χώρο αυτό (το διαχρονικό ενδιαφέρον των Γερμανών συγκέντρωναν τα μεγάλα κοιτάσματα πρώτων υλών της Ρωσίας).

Η τέταρτη εντοπίζεται χρονικά στη δεκαετία του 1980, μέχρι και την πτώση των καθεστώτων του Ανατολικού Συνασπισμού και την ενοποίηση της Γερμανίας. Πρόκειται για μια περίοδο δημιουργίας στενών πολιτικών και οικονομικών επαφών με τις χώρες αυτές και συνεργασίας στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών για την εμπέδωση της πολιτικής της ύφεσης. Το γεγονός ότι σήμερα η Γερμανία αποτελεί τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης αποδίδεται στη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου εκεί κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Περίπου το 1/3 των εισαγωγών που πραγματοποιούσαν τα κράτη αυτά, πριν την αλλαγή, προερχόταν από την Γερμανία.

Η πέμπτη περίοδος αρχίζει με την ουκρανική κρίση και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Οι αλλαγές της ουκρανικής κρίσης

Η ουκρανική κρίση προκάλεσε τρεις βασικές αλλαγές στις σχέσεις μεταξύ Γερμανίας-Ρωσίας:

Πρώτον, η γερμανική πολιτική προς την Ρωσία, η οποία κυριαρχείτο από οικονομικά συμφέροντα, την περίοδο αυτή φαίνεται ότι ξαφνικά μεταβλήθηκε και το πάνω χέρι αναλαμβάνουν τα πολιτικά συμφέροντα. Η καγκελάριος Μέρκελ κατέστησε σαφές στις γερμανικές επιχειρήσεις (και στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ) ότι πρέπει να αποδεχτούν τις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας διότι η προσάρτηση της Κριμαίας και ο ασύμμετρος πόλεμος στην Ανατολική Ουκρανία υποσκάπτουν την ευρωπαϊκή ειρήνη. Ομάδες συμφερόντων, όπως η Ομοσπονδία των Γερμανικών Επιχειρήσεων [Federation of German Industries (BDI)] καθώς και η Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων με την Ανατολική Ευρώπη [Committee on Eastern European Economic Relations (Ostausschuss)] δέχτηκαν (κατ’ αρχάς) αυτή τη στροφή.

Δεύτερον, ενώ μέχρι τώρα οι γερμανορωσικές σχέσεις βασίζονταν σε μια σχέση win-win, με συνεχή ανάπτυξη της εμπιστοσύνης και του αμοιβαίου συμφέροντος, μετά την ουκρανική κρίση οι γερμανικές ηγεσίες θα πρέπει να συνηθίσουν σε καταστάσεις όχι παρόμοιες, αλλά κυριαρχούμενες από πολιτικούς σκοπούς. Σκοπούς κυριαρχίας δηλαδή. Μάλιστα με ένα παίκτη, ο οποίος είναι συνηθισμένος σε παρόμοια παίγνια, αλλά και αποφασισμένος να τα οδηγήσει στα όρια τους. Το συγκεκριμένο παίγνιο σαφώς θέτει εν κινδύνω τα συμφέροντα των γερμανικών βιομηχανικών και ενεργειακών εταιρειών, καθώς και όλων εκείνων των εταιρειών που έχουν επενδύσει στη Ρωσία.

Αναφέρουμε παραδειγματικά: Το 2014 οι γερμανικές εξαγωγές στη Ρωσία, ήταν αξίας 29,3 δισ ευρώ και οι εισαγωγές από τη Ρωσία 38,5 δισ. ευρώ. Πρόκειται για σημαντικό εταίρο και ποσοτικά αλλά κυρίως ποιοτικά, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των γερμανικών εισαγωγών από τη Ρωσία αφορά σε ενέργεια. Παράλληλα μεγάλο ύψος γερμανικών κεφαλαίων επενδύθηκαν στη Ρωσία και αντιστρόφως ρωσικά κεφάλαια στην Γερμανία, προωθώντας την αλληλεξάρτηση των δύο χωρών. Το 2016 αντίστοιχα οι γερμανικές εξαγωγές μειώθηκαν σε 21, 5 δισ. ευρώ και οι εισαγωγές σε 26,5 δισ. ευρώ.

Οι άτεγκτες γεωπολιτικές αναγκαιότητες

Τρίτον, η γερμανική πολιτική προς την Ρωσία προωθούσε πολιτικές αλλαγές μέσω εμβάθυνσης των οικονομικών σχέσεων. Η εν λόγω πολιτική, όμως, φαίνεται ότι αποτυγχάνει. Άλλωστε αυτές οι εξελίξεις αποτελούν κάτι το αναμενόμενο για όσους έχουν στέρεη γνώση της ιστορίας και δεν παρασύρονται από ανιστόρητα φληναφήματα. Ο σκληρός πυρήνας της πολιτικής εμφανίζεται με μεγαλοπρέπεια και παρασύρει τις όποιες οικονομικές δεσμεύσεις.

Φαίνεται ότι επανέρχεται σήμερα στο προσκήνιο, με κάποιο τρόπο, το διαχρονικό γερμανικό ζήτημα που συνδέεται με τα παραδοσιακά γεωπολιτικά θέματα της Machtpolitik και του ζωτικού χώρου (σαφώς καλυπτόμενα από την οικονομική εξάπλωση). Τα θέματα αυτά υποτίθεται ότι έχουν βρει, μέχρι σήμερα, μια λύση με την ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης.

Υπάρχει, επομένως, ένα σημείο καμπής που φαίνεται ότι καθορίζει μέχρι ενός βαθμού τις σημερινές σχέσεις Γερμανίας-Ρωσίας. Η συμπεριφορά της Γερμανίας μπορεί να εξηγηθεί ίσως με τη θέση ότι τα κράτη στον προσδιορισμό των εθνικών συμφερόντων, μπορούν να αγνοήσουν ή να υποτιμήσουν τις άτεγκτες γεωπολιτικές αναγκαιότητες επί χρόνια, επί δεκαετίες, πλην όχι εσαεί. Ανεξαρτήτως των αμερικανικών πιέσεων που ήταν έντονες και εμφανείς, φαίνεται ότι η Γερμανία αξιολόγησε ως πρώτα τα γεωπολιτικά συμφραζόμενα στην παρούσα φάση.

Το γεγονός ότι η Γερμανία υποστήριξε ενεργά τις αντιπολιτευόμενες ομάδες στην Ουκρανία και μάλιστα χωρίς να υφίστανται επιτακτικές στρατηγικές αναγκαιότητες για κάτι τέτοιο, είναι σημάδι πως κάτι έχει αλλάξει στις αντιλήψεις του Βερολίνου απέναντι στη Ρωσία. Έμοιαζε σαν η γερμανική κυβέρνηση να έχει αποφασίσει πως η Ρωσία αντιμετωπίζει σημαντικές εσωτερικές προκλήσεις. Ότι η θέση της στην Ευρώπη είναι ασθενέστερη από ό,τι φαίνεται. Ότι ο κίνδυνος περικοπών στην παροχή ενέργειας είναι πολύ μικρός. Και ότι δεν υπάρχουν μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη στις οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία πέρα από το εμπόριο ενέργειας.

Η στρατηγική μεταστροφή 

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει από το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου κι έπειτα, η Γερμανία επεδίωξε μια σχετικά ήρεμη εξωτερική πολιτική. Από την εκδήλωση της κρίσης στην Ουκρανία και ίσως και νωρίτερα, το Βερολίνο φαίνεται να αναγνωρίζει την ανάγκη για μια αρκετά δραματική αλλαγή. Οι Γερμανοί ηγέτες, κατά την περίοδο της έκρηξης της ουκρανικής κρίσης, συμπεριλαμβανομένων της καγκελαρίου, του Προέδρου, του υπουργού Εξωτερικών και του υπουργού Αμύνης, απεύθυναν έκκληση για ένα νέο πλαίσιο, αντίθετο προς την αυτοσυγκράτηση που είχε επιδείξει η Γερμανία ως τώρα. Θέλησαν να αναλάβει η Γερμανία μεγαλύτερο διεθνή ρόλο και να ενεργοποιηθεί περισσότερο εκτός των συνόρων της, πολιτικά και στρατιωτικά.

Για το Βερολίνο, η ανακοίνωση αυτής της υψηλού επιπέδου στρατηγικής μεταστροφής πραγματοποιείται εν μέσω μια δίνης γεωπολιτικών δεδομένων. Όντας εκ των πραγμάτων ηγέτης της ΕΕ, η Γερμανία έχει να αντιμετωπίσει και να διορθώσει την αργή αποτυχία του ευρωπαϊκού σχεδίου. Θα πρέπει να προσαρμοστεί στην πολιτική της παγκόσμιας απεμπλοκής των ΗΠΑ και των σχεδίων(;) του προέδρου Τραμπ και ταυτόχρονα θα πρέπει να διαχειριστεί μία σύνθετη, απαραίτητη και επικίνδυνη σχέση με τη Ρωσία. Μία εξωτερική πολιτική που χαρακτηρίζεται από πραότητα, δεν είναι κατάλληλη για να αντιμετωπισθεί η σημερινή κατάσταση της Γερμανίας.

Μια τέτοια αναδιάρθρωση, δείχνει ότι η Γερμανία έχει τα δικά της εθνικά συμφέροντα, που μπορεί να διαφέρουν από τα συμφέροντα των εταίρων της. Για τις περισσότερες χώρες αυτό φαίνεται αυτονόητο. Αλλά για τη Γερμανία είναι μια ριζοσπαστική θέση, εξ αιτίας της εμπειρίας της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι τώρα, απέφυγε να προβάλει μια ισχυρή εξωτερική πολιτική και την προώθηση των εθνικών συμφερόντων της, ώστε να μην αναβιώσουν οι φόβοι περί γερμανικής επιθετικότητας και γερμανικού εθνικισμού. Πιθανόν οι Γερμανοί να έχουν αποφασίσει ότι αυτή η θέση είναι πλέον ξεπερασμένη και ότι η προώθηση των εθνικών συμφερόντων τους δεν ενέχει τους κινδύνους που ενείχε κάποτε.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr και του madeingreece.news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ