Η ανιψιά άλλαξε την κατάθεσή της αλλά ο βιαστής θείος "εφαγε" 7 χρόνια

Η τραγική υπόθεση, που συντάραξε δύο οικογένειες και ένα χωριό σε νησί του Β. Αιγαίου, οδήγησε τελικά τον θείο πίσω από τα σίδερα της φυλακής για 7 χρόνια,

Η δικαιοσύνη έκρινε -σε ανώτατο επίπεδο- ότι οι αρχικές καταγγελίες ήταν απολύτως αληθινές και δεν πείστηκε από τις μεταγενέστερες προσπάθειες της κοπέλας να «τα γυρίσει» με άλλες εξηγήσεις, καταλαβαίνοντας ότι η αλλαγή στάσης της ήταν προϊόν έντονων ψυχικών πιέσεων...

Ο θείος, που ήταν σύζυγος της αδελφής του πατέρα της (με τον οποίο είχε και στενή επαγγελματική σχέση ως συνέταιρος), εκμεταλλευόμενος τη συγγενική εξ αγχιστείας σχέση, προχώρησε σε ασελγείς πράξεις όταν η κοπέλα ήταν 12 ετών. Την υποχρέωνε, δε, να ανέχεται τις θωπείες, τα χάδια και τα φιλιά του, απειλώντας την ότι διαφορετικά θα πει στον πατέρα της ότι έκανε κρυφά παρέα με αγόρια και ότι κάπνιζε.

Οι απειλές
Δέσμιο των απειλών το μικρό κορίτσι υπέμεινε επί 3 χρόνια τις ασέλγειες, αλλά στη συνέχεια τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Με τη συμπλήρωση των 15 ετών, ο θείος από την προσβολή της αιδούς και της αγνότητας της παιδικής ηλικίας με τις κατ' εξακολούθηση αποπλανήσεις, χρησιμοποιώντας αντίστοιχες απειλές αλλά και τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις, προχώρησε πλέον σε βιασμό της ανιψιάς του. Αρχισε μάλιστα να την απειλεί ότι θα έλεγε στον πατέρα της ότι είχε ολοκληρωμένη σχέση με κάποιο αγόρι.

Μετά την ενηλικίωσή της η κοπέλα βρήκε το θάρρος να τον καταγγείλει, αποκαλύπτοντας στους εμβρόντητους γονείς της και στην ψυχολόγο νονά της τι γινόταν όλα αυτά τα χρόνια.

Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναγκάστηκε να περιγράψει τη σωματική βία που ασκούσε ο θείος της, καθώς την πήγαινε σε απομονωμένες περιοχές και τη βίαζε σε απομακρυσμένες στάνες, πάνω στο καπό του αυτοκινήτου κ.ά. Κι όταν μεγαλώνοντας άρχισε να αντιδρά και απέκτησε δεσμό με συνομήλικό της, ο θείος την απειλούσε ότι θα διανείμει στο χωριό γυμνές φωτογραφίες της που είχε στην κατοχή του...

 

Ωστόσο, όταν η υπόθεση έφθασε πέρσι στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και μετά την αρχική καταδίκη του θείου, η κοπέλα, 23 χρόνων πλέον και μόλις παντρεμένη, ζήτησε να γίνει η δίκη «κεκλεισμένων των θυρών», όπου δήλωσε ότι αποσύρει την παράσταση πολιτικής αγωγής εμφανίζοντας αλλιώς τα πράγματα.

Υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος δεν την είχε αποπλανήσει πριν από τα 15 της και ότι μόλις τα έκλεισε δημιουργήθηκε ερωτική σχέση μεταξύ τους και δεν υπήρξαν βιασμοί. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι όσα κατήγγειλε στη μήνυσή της ήταν προϊόν σύγχυσης ως προς τα γεγονότα και ότι παρακινήθηκε από οργή λέγοντας όσα είπε επειδή εκείνος της είχε τάξει ότι θα την παντρευτεί, αλλά δεν τήρησε τον λόγο του.

Απαντώντας σε ερωτήσεις του έκπληκτου δικαστηρίου, η κοπέλα είπε ότι δεν υπήρξαν ουδέποτε ασελγείς πράξεις ούτε βιασμοί, αλλά ερωτική σχέση που την οδήγησε σε μεγάλη εξάρτηση από εκείνον, με αποτέλεσμα να στενοχωρηθεί και να οργιστεί υπερβολικά όταν κατάλαβε ότι δεν θα την παντρευόταν τελικά, παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις του.

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν πείστηκε, όμως, από την αλλαγή στάσης και έκρινε ότι οι αρχικές καταγγελίες της δεν ήταν προϊόν θυμού και φαντασίας της, αλλά η οδυνηρή πραγματικότητα. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, αξιολόγησε τις αναλυτικές καταθέσεις που έκαναν στην ανάκριση και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο οι γονείς της, η «κολλητή» της φίλη και η ψυχολόγος νονά της, στις οποίες είχε εκμυστηρευτεί πολλά.

«Τι θα πει ο κόσμος»
Το δικαστήριο έκρινε ότι η δήλωση ανάκλησης έγινε κατόπιν ψυχικής πίεσης που της άσκησαν ο δράστης και άτομα της οικογένειάς του, αλλά και της δικής της.

Κι αυτό γιατί οι δύο οικογένειες ζουν στον ίδιο χώρο, ο πατέρας της είναι συνέταιρος με τον θείο της, από τον οποίο εξαρτάται οικονομικά η οικογένειά της, ενώ παράλληλα έχουν προκληθεί διάφορα δυσμενή σχόλια από τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής.

Σχόλια που περιλαμβάνουν και την ίδια, με τη νοοτροπία ότι για όσα διέπραξε ο κατηγορούμενος, ένα μέρος της ευθύνης πρέπει να έχει και εκείνη σαν ένα κορίτσι που προκαλεί τους άνδρες.

Αρνούμενο να δεχθεί την αλλαγή στάσης, το δικαστήριο επισήμανε ακόμα ότι οι δύο οικογένειες, αφού διαμένουν στον ίδιο τόπο, προσπαθούν να μη χαλάσουν τις σχέσεις τους, εφόσον μάλιστα η σύζυγος του κατηγορουμένου (αδελφή του πατέρα της) συγχώρησε τον καταδικασθέντα και προσπαθεί να μη διαλυθεί η οικογένειά της, ενώ και η κόρη της είναι εξαδέλφη και στενή φίλη της παθούσας.

Απ' όλα αυτά συνάγεται -κατά το δικαστήριο- ότι οι δύο οικογένειες θέλουν να αποσοβηθούν τα γεγονότα που τις στιγμάτισαν, αφού και η κοπέλα παντρεύτηκε και μένει αλλού, ανεξαρτητοποιημένη από τον στενό οικογενειακό κύκλο. Γι' αυτό και ανέλαβε η ίδια -κατέληξε- όλες τις ευθύνες για όσα της συνέβησαν και μετατέθηκε στους ώμους της ένα ανυπέρβλητο βάρος.

Ετσι, το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της για ανάκληση, επιβεβαιώνοντας ότι οι καταγγελίες της ήταν αληθείς και επιβάλλοντας ποινή κάθειρξης 7 ετών στον θείο, την οποία επικύρωσε ο Αρειος Πάγος, κρίνοντας απόλυτα ορθή και αιτιολογημένη την καταδίκη του και την απόκρουση της διαφορετικής εκδοχής των πραγμάτων, που θα οδηγούσε σε απαλλαγή του.

 

Τα λόγια της γιαγιάς
Το δικαστήριο έλαβε ιδιαίτερα υπόψη του και τα λόγια της γιαγιάς της, που με επιμονή εξέφρασε τη γνώμη πως «ό,τι έγινε έγινε, αφήστε τα πράγματα να σβήσουν, να μην πάρει χαμπάρι ο κόσμος»...

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ