Περισσότεροι φόροι, μεγαλύτερη φοροδιαφυγή - Του Μπάμπη Παπαδημητρίου

Του Μπάμπη ΠαπαδημητρίουΤα στελέχη της τρόικας, όχι βεβαίως οι τρεις επικεφαλής, έχουν βρει τον δρόμο τους μέσα στον λαβύρινθο της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας. Ερωτούν παλαιότερους και νεότερους υπαλλήλους, καταγράφουν τις παρατηρήσεις τους, τις καθυστερήσεις στη διαδικασία, τα «κρυφά μονοπάτια» του χρήματος. Δεν μένουν εκεί. Παίρνουν τις προτάσεις των υπηρεσιών, που συνήθως αγνοήθηκαν και με μία όχι και τόσο περίπλοκη επεξεργασία των προτάσεων αυτών, σε συνδυασμό με γνωστές και δοκιμασμένες μεθόδους εντοπισμού φορολογητέας ύλης, εμφανίζουν τις δικές τους προτάσεις.

Του Μπάμπη Παπαδημητρίου

Τα στελέχη της τρόικας, όχι βεβαίως οι τρεις επικεφαλής, έχουν βρει τον δρόμο τους μέσα στον λαβύρινθο της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας. Ερωτούν παλαιότερους και νεότερους υπαλλήλους, καταγράφουν τις παρατηρήσεις τους, τις καθυστερήσεις στη διαδικασία, τα «κρυφά μονοπάτια» του χρήματος. Δεν μένουν εκεί. Παίρνουν τις προτάσεις των υπηρεσιών, που συνήθως αγνοήθηκαν και με μία όχι και τόσο περίπλοκη επεξεργασία των προτάσεων αυτών, σε συνδυασμό με γνωστές και δοκιμασμένες μεθόδους εντοπισμού φορολογητέας ύλης, εμφανίζουν τις δικές τους προτάσεις.

Ευτυχώς, μέσα στην αναταραχή που προκάλεσε η αυξομείωση του αρχικώς αφορολογήτου ποσού, φαίνεται ότι θα γίνει και κάτι σωστό. Θα καταργηθεί ο παλαιός Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων, όπως εξάλλου έχει εγγραφεί στο Μνημόνιο 2. Ο νέος ΚΦΣ θα πρέπει να είναι έτοιμος το συντομότερο, ώστε οι επιχειρήσεις να γνωρίζουν τους λογιστικούς κανόνες που θα εφαρμόσουν από τον επόμενο χρόνο. Παρ’ όλο τον θόρυβο που γίνεται με το αφορολόγητο, η κεντρική φιλοσοφία στις αλλαγές που ετοιμάζονται είναι να υπάρξει ενιαία φορολόγηση των εισοδημάτων που προκύπτουν από το επιχειρείν και εξίσου ενιαία φορολογία για τα εισοδήματα από εξαρτημένη ή όποια άλλη μορφή εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να καταργηθεί το αφορολόγητο. Αν όμως αποφασιστεί η χαμηλή φορολογία «από το πρώτο ευρώ», δεν είναι λογικό ούτε δίκαιο να εφαρμοστεί υψηλός συντελεστής μόνον για τους επαγγελματίες.

Βεβαίως, ελεύθεροι επαγγελματίες, μικροί επιχειρηματίες και μικρομεσαίοι έμποροι, μια πολιτικά πανίσχυρη ομάδα, θεωρούνται (και, δυστυχώς, ήταν και είναι...) «μια μεγάλη ομάδα, το επίπεδο ζωής της οποίας, ακόμη και μετά τρία χρόνια βαθύτατης ύφεσης, δεν δικαιολογείται από την εικόνα των φορολογικών τους δηλώσεων». Η εκτίμηση αυτή, που ανήκει σε ανώτατο στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, είναι απολύτως δικαιολογημένη.

Από την άλλη, ιστορικά στελέχη του μηχανισμού του υπουργείου Οικονομικών, που διαθέτουν την εμπειρία που απαιτείται, υπολογίζουν ότι τα έσοδα που θα αποκτήσει το κράτος μετά την εκκαθάριση των υποχρεώσεων μπορεί να φτάσουν τα 7 δισ. Αν το ποσό επιβεβαιωθεί, θα είναι τρεις φορές μεγαλύτερο από εκείνο που είχε προκύψει στην προηγούμενη χρήση. Η κολοσσιαία αυτή διαφορά αποδίδεται στην εφαρμογή των τεκμηρίων, στη μείωση του αφορολόγητου (από 12 σε 5 χιλιάδες) και στο κόψιμο στη μέση των απαλλασσομένων ποσών (στο 10% από 20%).

Το πρόβλημα, όμως, παραμένει. Τα επιπλέον έσοδα από τη φορολογία εισοδημάτων είναι αποτέλεσμα έκτακτων φόρων, όπως το τέλος ακινήτων, το τέλος αλληλεγγύης και άλλα παρόμοια. Ομως όλοι αυτοί οι κεφαλικοί φόροι θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται και ίσως σε αυτούς να προστεθούν και νέοι. Οι φορολογικές αφαιμάξεις, που δεν συναρτώνται με το τρέχον εισόδημα, αλλά από εκτιμήσεις της αξίας περιουσιακών στοιχείων, είναι αποδοτικές αλλά δεν συνιστούν πολιτική πάταξης της φοροδιαφυγής.

Για να ανταποκριθούν στην επιδρομή φόρων, οι πολίτες μειώνουν δραστικά την κατανάλωσή τους και ακόμη περισσότερο τις προσδοκίες τους. Το δυσμενές αποτέλεσμα για την οικονομία είναι πολύ χειρότερο από το ύψος των χρηματικών μεταβιβάσεων που γίνονται από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα.

Δυστυχώς, μέσα στον πανικό που προκαλεί ο στενός έλεγχος και η απόκτηση της νέας δόσης, η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος απομακρύνεται. Για παράδειγμα, αντί να κινούμαστε στην κατάργηση των συναλλαγών με μετρητά, που αποτελούν τη βάση της φοροδιαφυγής, το υπουργείο αγνόησε την αυστηρή εφαρμογή παλαιότερου περιορισμού. Το αρχικό όριο των 1.500 ευρώ για πληρωμές με μετρητά έγινε 3.000 στις περισσότερες περιπτώσεις, αντί να έχει ήδη μειωθεί στα 500 ευρώ. Ομοίως, ο νόμος ζήτησε να έχει κάθε επιχείρηση έναν και μόνον λογαριασμό, αλλά η προβλεπόμενη υπουργική απόφαση δεν εκδόθηκε. Τέλος, ο ελεγκτικός μηχανισμός, τα συνεργεία ελέγχων και το ποινολόγιο καθυστερούν, όταν θα έπρεπε να έχουν ήδη καταστεί το μεγάλο όπλο στην πάταξη της φοροδιαφυγής.

Πηγή: kathimerini.gr

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ