'Μεγαλύτερους φόρους πρέπει να πληρώνουν οι τράπεζες για να συμμετέχουν ισότιμα στο ξεπέρασμα της κρίσης'

Μία συνέντευξη του Πάνου Καρβούνη - επικεφαλής της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα στον capital.gr

Τους λόγους που οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει την επιβολή φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών αναλύει στο Capital.gr ο κ. Πάνος Καρβούνης, επικεφαλής της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα.

Ο κ. Καρβούνης μιλά επίσης για τα εμπόδια του εγχειρήματος, την “ενισχυμένη συνεργασία” και τα επόμενα βήματα της Κομισιόν.

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη

Κύριε Καρβούνη, τί είναι ο φόρος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών
;

Ο φόρος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών είναι ένας φόρος που επιβάλλεται στις συναλλαγές επί χρηματοοικονομικών μέσων μεταξύ των χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων.

Ως χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θεωρούνται οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι ασφαλιστικές και χρηματιστηριακές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία, ενώ τα χρηματοοικονομικά μέσα αναφέρονται σε χρεόγραφα, ομόλογα, μετοχές και παράγωγα.

Τον Σεπτέμβριο του 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε πρόταση οδηγίας η οποία στόχευε στη θέσπιση κοινού συστήματος φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Με το νέο αυτό φόρο επιδιώκεται η φορολόγηση του 85% των συναλλαγών που πραγματοποιούνται μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με σκοπό να φορολογηθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας και όχι οι πελάτες του. Συνεπώς, η πρόταση εναρμονισμένου φόρου δεν αφορά τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.

Ποιοι λόγοι οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει νέο φόρο στον χρηματοπιστωτικό τομέα;

Δεδομένης της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης γίνεται όλο και ευρύτερα παραδεκτό ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας πρέπει να συνεισφέρει περισσότερο στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Μέχρι στιγμής, δεν επιβάλλεται αρκετή φορολογία στον τομέα αυτό λόγω της απαλλαγής των περισσότερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από το ΦΠΑ.

Επομένως, η πρόταση οδηγίας της Επιτροπής στοχεύει στη θέσπιση ενός κοινού φόρου για τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, με σκοπό την ισότιμη συμμετοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο κόστος της κρίσης και τη δημιουργία ισχυρότερης και σταθερότερης εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

Πως θα λειτουργεί ο φόρος;

Η Επιτροπή επιδιώκει ο φόρος να εφαρμοστεί εξίσου σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή προτείνει την υιοθέτηση ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή στις συναλλαγές – συγκεκριμένα, 0,1% για τις συναλλαγές ομολόγων και μετοχών και 0,01% για τα παράγωγα προϊόντα.

Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη τα οποία επιβάλλουν ήδη εθνικό φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, θα πρέπει να θεσπίσουν το μέτρο του ελάχιστου συντελεστή. H Ελλάδα, η οποία ήδη επιβάλλει φόρο 0,20% επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών στις πωλήσεις μετοχών, δεν υποχρεούται να προβεί σε μείωση του εν λόγω συντελεστή. Επιπλέον, ο προτεινόμενος φόρος θα έχει ένα ευρύτερο φάσμα εφαρμογής από τους φόρο που εφαρμόζεται στην Ελλάδα, γεγονός που αναμένεται να επιφέρει μεγαλύτερα έσοδα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο προτεινόμενος φόρος θα βασίζεται στην αρχή της μόνιμης κατοικίας του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, δηλαδή θα ισχύει σε όλες τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές στις οποίες ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη έχει την έδρα του σε κράτος μέλος της Ε.Ε ακόμη και αν η συναλλαγή γίνει εκτός της Ε.Ε. Με τον τρόπο αυτό περιορίζεται ο κίνδυνος μετεγκατάστασης, αφού οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές θα φορολογούνται κάθε φορά που θα εμπλέκονται πολίτες της Ε.Ε.

Που θα διατίθενται τα έσοδα από τον φόρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών;

Η Επιτροπή προτείνει ένα μέρος των εσόδων να πιστώνεται στον προϋπολογισμό της ΕΕ και ένα άλλο μέρος να διατίθεται στον κρατικό προϋπολογισμό των κρατών μελών. Όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, ο φόρος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών θα συνεισφέρει στην κάλυψη δημοσίων δαπανών των κρατών μελών.

Γιατί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει να χρησιμοποιηθεί μέρος των εσόδων ως μελλοντικός ίδιος πόρος του προϋπολογισμού της ΕΕ;

Δεδομένης της δύσκολης οικονομικής κατάστασης που διανύει η Ευρώπη, τα έσοδα από αυτόν τον φόρο θα συμβάλουν σημαντικά στη μείωση των εισφορών των κρατών μελών στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. και κατ’ επέκταση στις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης τους. Παράλληλα, τα έσοδα θα χρησιμοποιηθούν για την χρηματοδότηση των πολιτικών της ΕΕ, προς όφελος όλων. Σε περίπτωση υιοθέτηση της πρότασης οδηγίας από τα 27 Κράτη Μέλη, υπολογίζεται ότι τα ετήσια έσοδα που θα αποφέρει ο φόρος θα κυμαίνονταν συνολικά στα 57 δισεκατομμύρια ευρώ. Σαν μέτρο σύγκρισης, σήμερα ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. ανέρχεται σε 147,2 δισ. ευρώ.

Για ποιο λόγο αργεί να υιοθετηθεί η πρόταση της Επιτροπής;

Η πρόταση της Επιτροπής για εναρμονισμένο φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2011. Ακολούθησαν έντονες διαβουλεύσεις από τις οποίες διαφάνηκε ότι δεν θα υπήρχε ομοφωνία των κρατών μελών εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Ωστόσο, αρκετά κράτη μέλη επέμεναν στην υιοθέτηση ενός κοινού συστήματος φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Για τον λόγο αυτό, τα κράτη μέλη αποφάσισαν να προσφύγουν στην διαδικασία "ενισχυμένης συνεργασίας" προκειμένου να καταστεί εφικτή η εφαρμογή του εν λόγω φόρου.

Τι είναι η "ενισχυμένη συνεργασία";

Σε εκείνους τους τομείς πολιτικής της Ε.Ε. στους οποίους απαιτείται ομοφωνία των κρατών μελών - όπως στην φορολογία - η διαδικασία ενισχυμένης συνεργασίας δίνει την δυνατότητα σε τουλάχιστον εννέα κράτη μέλη να υιοθετήσουν προτάσεις της Επιτροπής και συνεπώς να αποφασίσουν παρά την αδυναμία επίτευξης ομοφωνίας.

Ειδικά, στην περίπτωση της πρότασης της Επιτροπής για φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, τον Ιούνιο 2012, διαπιστώθηκε ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί ομοφωνία σε εύλογο χρονικό διάστημα. Τον Σεπτέμβριο του 2012, η Γαλλία και η Γερμανία απέστειλαν επιστολή στην Επιτροπή ζητώντας επίσημα την εφαρμογή του εν λόγω φόρου. Ακολούθησαν παρόμοιες επιστολές από εννέα ακόμα κράτη μέλη και συγκεκριμένα την Αυστρία, το Βέλγιο, την Ελλάδα, την Εσθονία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Ισπανία. Η Επιτροπή, έχοντας συγκεντρώσει τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό κρατών μελών και έχοντας εξετάσει ότι συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις έδωσε, στις 23 Οκτωβρίου 2012, το πράσινο φως για να ξεκινήσει η διαδικασία ενισχυμένης συνεργασίας. Εάν κάποιο άλλο κράτος μέλος αποφασίσει μεταγενέστερα να υιοθετήσει την πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να το πράξει κατόπιν επίσημου αιτήματος στην Επιτροπή.

Ποιο είναι το επόμενο βήμα;

Η πρόταση "ενισχυμένης συνεργασίας" της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη θέσπιση φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, θα υποβληθεί προς ψήφιση στο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε. (ECOFIN) αυτόν τον μήνα. Έως το τέλος του 2012 αναμένεται και η σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στη συνέχεια και με βάση την αρχική πρόταση του Σεπτεμβρίου του 2011, η Επιτροπή θα παρουσιάσει ένα πιο λεπτομερές κείμενο το οποίο θα πρέπει να εγκριθεί με ομοφωνία από τα 11 Κράτη Μέλη, υπολογίζεται αρχές του 2013.

Γιατί είναι σημαντική για την Ευρώπη η υιοθέτηση της πρότασης;

Ένας κοινός φόρος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών θα είναι επίκαιρος και επωφελής για την Ελλάδα και για ολόκληρη την ΕΕ. Θα δημιουργήσει μια ισχυρότερη, πιο συνεκτική ενιαία αγορά και θα συμβάλει με αυτό τον τρόπο στην ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα εξασφαλίζοντας παράλληλα την δικαιότερη συνεισφορά του στα δημόσια οικονομικά. Επίσης, θα συμβάλει στη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλων τομέων σε ότι αφορά την κάλυψη του κόστους της κρίσης. Τέλος, ένας κοινός φόρος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών θα καταστήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές πιο φερέγγυες αφού θα μειώσει τις κερδοσκοπικές συναλλαγές και θα προάγει σταθερότερες δραστηριότητες που στηρίζουν την πραγματική οικονομία, με πραγματικό όφελος για όλους τους πολίτες της ΕΕ.

Πηγή: capital.gr


Πηγή:www.capital.gr

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ