''Επιτέλους, ποια είναι η κατεύθυνση της ανακεφαλαιοποίησης;'', ρωτάει ο Γιάννης Τσαμουργκέλης

Του Γιάννη Τσαμουργκέλη   Στο πλαίσιο της γενικευμένης κρίσης, σημαντικότατο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι έχει περιπέσει σε καθεστώς πιστωτικής κατάρρευσης.  Η μορφή αυτής της κατάρρευσης είναι η μη έκδοση από τις τράπεζες οποιουδήποτε πιστωτικού στοιχείου (δάνεια μακροπρόθεσμα ή κίνησης, εγγυητικές επιστολές) και η απόσυρση υφιστάμενων μέσω της μείωσης των πιστωτικών ορίων των δανειοδοτούμενων.

Του Γιάννη Τσαμουργκέλη  

Στο πλαίσιο της γενικευμένης κρίσης, σημαντικότατο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι έχει περιπέσει σε καθεστώς πιστωτικής κατάρρευσης.  Η μορφή αυτής της κατάρρευσης είναι η μη έκδοση από τις τράπεζες οποιουδήποτε πιστωτικού στοιχείου (δάνεια μακροπρόθεσμα ή κίνησης, εγγυητικές επιστολές) και η απόσυρση υφιστάμενων μέσω της μείωσης των πιστωτικών ορίων των δανειοδοτούμενων. Παράλληλα, τα επιτόκια δανεισμού έχουν εκτιναχθεί σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης ακολουθώντας  τις παραδόσεις υψηλών επιτοκίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.  Αυτή είναι η κατάσταση που θα έπρεπε να ανατρέψει η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ουσιαστικά θα έπρεπε να δώσει κεφάλαια στις τράπεζες με τέτοιο τρόπο ώστε να τις οδηγήσει στην απελευθέρωση ρευστότητας με παράλληλη μείωση των επιτοκίων. Αυτό έχει ανάγκη η αγορά. Αυτό έχει ανάγκη η οικονομία. Αυτό είναι στήριξη της πραγματικής οικονομίας και των επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει ανάκαμψη και προοπτικές ανάπτυξης.  Τι από αυτά πετυχαίνει το σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης;  

Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο της ανακεφαλαιοποίησης είναι ότι γίνεται με μια υποχρεωτικής διάρθρωσης αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που οδηγεί σε πληθωρισμό μετοχών με άγνωστο ύψος κεφαλαίων προς συγκέντρωση ανά τράπεζα και αδιαφανείς  όρους σε σχέση με την κατάσταση των τραπεζών που διεκδικούν τα νέα κεφάλαια.  Αντικειμενικά οι τρεις αυτοί όροι οδηγούν σε ραγδαία εγκατάλειψη των τραπεζικών μετοχών από τους επενδυτές και άρα σε σημαντικότατη πτώση των τιμών των μετοχών τους.  Στο πλαίσιο αυτό η αποτίμηση της αύξησης με το μέσο όρο των 50 ημερών κλπ αναδεικνύεται ως μια άνευ ουσίας διευθέτηση μιας έτσι και αλλιώς ελάχιστης τιμής.  Η εν δυνάμει πρόσθετη κεφαλαιακή ενίσχυση μέσω μετατρέψιμων ομολόγων χαρακτηρίζεται από το υψηλό κόστος του διατιθέμενου κεφαλαίου (7% και ανερχόμενο) αλλά και την βεβαιότητα περαιτέρω διάθεσης μετοχών σε εγγυημένα χαμηλή τιμή στο πέρας της πενταετούς διάρκειας που επιδεινώνουν το πρόβλημα του πληθωρισμού μετοχών.  Η απαξία των τραπεζών που απροκάλυπτα προκαλείται από το σχήμα ανακεφαλαιοποίησης που επιλέχθηκε, οδηγεί στη μείωση των αποδόσεων των μετοχών τους, την αύξηση της διακύμανσης των τιμών τους σε σχέση με το γενικό δείκτη τιμών του ΧΑΑ, περιορίζοντας εντέλει μοναδικά το συντελεστή προεξόφλησης των μελλοντικών αποδόσεων τους και άρα την εκάστοτε τρέχουσα αξία τους. Τώρα όσο και στο ορατό μέλλον.  Στο πλαίσιο αυτό η μόνη διέξοδος για την όποια τραπεζική διοίκηση είναι η διεκδίκηση όσο το δυνατό υψηλότερων λειτουργικών κερδών στο αμέσως επόμενο διάστημα.  Δηλαδή αύξηση των επιτοκίων χορηγήσεων, μείωση των επιτοκίων καταθέσεων, περιορισμό των κινδύνων και συντηρητική επιλογή στη δανειοδότηση επιχειρήσεων. Επίσης, δραστική αντιμετώπιση των επισφαλειών, επιτάχυνση των ρευστοποιήσεων μέσω πλειστηριασμών, μείωση του κόστους λειτουργίας με κλείσιμο καταστημάτων, περιορισμό  μισθών και απολύσεις. 

Ποια είναι η σχέση αυτού του σχήματος ανακεφαλαιοποίησης με την εθνικά αναγκαία στόχευση για άμεση ενίσχυση της ρευστότητας με φθηνό και προσβάσιο χρήμα;  Ποια είναι η σχέση αυτού του μορφώματος με την ανάγκη συντονισμού ενεργειών για την μείωση των κοινωνικών εντάσεων από πλειστηριασμούς, πτωχεύσεις και εξώσεις.  Ποια είναι η σχέση αυτής της ακαδημαϊκής άσκησης με την πολιτική αναγκαιότητα για χρηματοδοτική στήριξη επιχειρήσεων που βρέθηκαν σε κατάσταση  υψηλού κινδύνου εξαιτίας της δυναμικής ύφεσης. Πως αλλιώς θα ξεπεράσουμε το καθεστώς (πλέον) της δυναμικής ύφεσης εάν δεν αναλάβουν οι τράπεζες ρίσκα (και μάλιστα με λεφτά που εγγυάται τελικά ο φορολογούμενος),  όπως έκαναν σε όλα τα σοβαρά κράτη μέλη της ΕΕ, με περιορισμό των επιτοκίων χορηγήσεων και προκυκλική αύξηση των προβλέψεων τους.  

Και το μεγάλο ερώτημα.  Υπήρχε εναλλακτική; Και βέβαια υπήρχε και υπάρχει η εναλλακτική που υπαγορεύεται από την προτεραιότητα της στήριξης της πραγματικής οικονομίας και το σχεδιασμό ενός σχήματος ανακεφαλαιοποίησης που εξασφαλίζει φθηνό και προσβάσιμο χρήμα. Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε η ανακεφαλαιοποίηση να δινόταν σε μετατρέψιμα και μεταβιβάσιμα ομόλογα,  με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο δανεισμού της χώρας από την τρόικα (και όχι 7%), και με χρονικές επιλογές των περιόδων μετατροπής με έκπτωση σε σχέση με την τρέχουσα τιμή των μετοχών.  Δεν θα μπορούσε η συμφωνία να εμπεριέχει και τη δυνατότητα του δημοσίου να ορίζει εκπροσώπους στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών με δικαίωμα veto και πολιτική δέσμευση της κυβέρνησης τα στελέχη αυτά να έχουν την έγκριση των αρμόδιων οργάνων της Βουλής.

Δυστυχώς, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που είναι η κορύφωση στο δράμα της αποτυχίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας καθάρεται απλώς, μέσω της διευκόλυνσης για την είσοδο σε αυτές στρατηγικών  επενδυτών. Και μάλιστα  χωρίς καμία εξασφάλιση ότι ακόμα και αυτοί (εάν και εφόσον προσέλθουν), θα αποφύγουν τις παραδόσεις της ολιγοπωλιακής συμπεριφοράς των ελληνικών τραπεζών και μάλιστα με δυσμενέστερους όρους  που προκύπτουν από τον περαιτέρω περιορισμό του αριθμού τους. Χωρίς μέριμνα για την αύξηση του αριθμού των τραπεζικών ιδρυμάτων και ενίσχυση του ανταγωνισμού με κίνητρα για δημιουργία νέων τραπεζών εθνικής και τοπικής εμβέλειας, ιδιωτικών ή συνεταιριστικών. Χωρίς σχέδιο για την αναδιάρθρωση του παράταιρου  ελληνικού  χρηματοπιστωτικού συστήματος ειδικών συμφερόντων, στις κατευθύνσεις που ορίζουν οι διαρθρώσεις των χρηματοπιστωτικών συστημάτων των κρατών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.

Το θέμα της διαφάνειας

Αποτελεί ένα ακόμα ελληνικό παράδοξο να ανακοινώνονται όροι ανακεφαλαιοποίησης και ουσιαστικά οι όροι που δεσμεύουν σημαντικά το πλαίσιο υπό το οποίο οι τράπεζες καλούνται να προβούν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου,  χωρίς να υπάρχει η κατάλληλη ενημέρωση του επενδυτικού κοινού για την πραγματική οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τελικά οι ελληνικές τράπεζες και τις συνεπακόλουθες κεφαλαιακές τους ανάγκες.  Άραγε, πόσο συμβατή είναι αυτή η κίνηση με τους κανονιστικούς όρους λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς, με δεδομένο τον επηρεασμό των σχετικών ανακοινώσεων επί της πορεία των καθόλα διαπραγματεύσιμων τραπεζικών μετοχών στο χρηματιστήριο.

* Ο κ. Γιάννης Τσαμουργκέλης είναι Διδάκτωρ της Οξφόρδης  και Επίκουρος Καθηγητής της Διεθνούς Οικονομικής στο Παν/μιο του Αιγαίου.

Πηγή: capital.gr


Πηγή:www.capital.gr

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ